- -αν
- κατάλ. γ' πληθ. ρημάτων παρελθ. χρόνων.[ΕΤΥΜΟΛ. Προέρχεται από την κατάλ. -αν τού γ' πληθ. τού ενεργ. αορ. που στους μεταγεν. χρόνους μεταβιβάστηκε κατ’ αναλογία στο γ' πληθ. τού αορ. β', τού πρτ. και τού παρακμ. τής ενεργ. φωνής (είδαν, αντί εἶδον, είχαν, αντί εἶχον, ελήλυθαν, αντί ἐληλύθασι, είληφαν, αντί εἰλήκασι). Με τον ίδιο τρόπο, κατ’ αναλογία τών ενεργ. παρωχημένων χρόνων και τού παθ. αορ. (ἐγράφησαν), η κατάλ. -αν επεκτάθηκε και στο γ' πληθ. τού πρτ. τής μέσης φωνής (ποτίζονταν, χάνονταν)].
Dictionary of Greek. 2013.